- έξτρα
- επίρρ.1. εξαιρετικής ποιότητας («κρασί έξτρα»)2. πέρα από το κανονικό, επί πλέον («θα πληρώσεις έξτρα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «εξαιρετικός, εξαιρετικής ποιότητας» προέρχεται από το γαλλ. extra, συντομευμένο τού extra-ordinaire «εξαιρετικός», ενώ με τη δεύτερη σημ. προέρχεται από το γαλλ. extra < λατ. πρόθ. extra «πέραν, εκτός»].
Dictionary of Greek. 2013.